- παραβύσαντα
- παραβύ̱σαντα , παραβύωstuff inaor part act neut nom/voc/acc plπαραβύ̱σαντα , παραβύωstuff inaor part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.